Τρίτη 1 Αυγούστου 2006

Η Ιστορική αναδρομή του Διαβήτη

Ο Σακχαρώδης Διαβήτης αποτελεί ιατρικό πρόβλημα εδώ και 3.500 περίπου χρόνια. Η ιστορική αναδρομή γενικότερα του Διαβήτη μπορεί να χωριστεί σε 6 μεγάλες χρονικές περιόδους

1. Εποχή της κλινικής αναγνώρισης
(1550 πΧ)
Πρώτη περιγραφή του Διαβήτη στον «Πάπυρο Ebers».
(2ος αιώνας μΧ)
Πρώτη ονομασία του Διαβήτη από τον Aρεταίο
Λάθος εκτίμηση από το Γαληνό ότι ο Διαβήτης είναι νεφρική νόσος και καθυστέρηση της έρευνας
Αναφορές για τη γνώση του Διαβήτη και στην Απω ανατολή.
(6ος αιώνας μΧ)
Πρώτη περιγραφή της κλασσικής τριάδας συμπτωμάτων της νόσου
Αναγνώριση του κληρονομικού ρόλου της νόσου.
(10ος αιώνας μΧ)
Πρώτη περιγραφή της διαβητικής γάγγραινας από τον Αuicenna

2. Εποχή της βιοχημικής αναγνώρισης
(10ος~15ος αιώνας μΧ)
5 αιώνες αδράνειας
(15ος αιώνας)
Διαπίστωση ότι το υπόλειμμα των ούρων είναι «άλας», από τον Παράκελσο
(17ος αιώνας)
Διαπίστωση ότι το υπόλειμμα των ούρων είναι γλυκό και η απόδοση του προθέματος «Σακχαρώδης» στον Διαβήτη, από τον Thomas Willis
(18ος αιώνας)
Ταυτοποίηση της γλυκιάς ουσίας με το σάκχαρο από τον Dobson
(19ος αιώνας)
Απόδειξη ότι η γλυκιά ουσία των ούρων είναι η Γλυκόζη από τον Chelreul
Διαπίστωση της νευρικής και νεφρικής γλυκοζουρίας και καθορισμός «του νεφρικού οδού» απέκκρισης γλυκόζης, από τον Claude Bernard

3. Εποχή της ανακάλυψης της ινσουλίνης ή «Ηρωική Εποχή»
(1860)
Αποψη ότι το Πάγκρεας έχει σχέση με το Διαβήτη (Εtienne Lancereaux,Appolinaire Bouchardat)
(1870)
Σχέση Διαβήτη με το Ηπαρ (Claude Bernard)
Εντοπισμός των παγκρεατικών νησιδίων (Paul Langerhans)
(1889)
Σχέση Διαβήτη με το Πάγκρεας (Mincowski & Von Mering)
Σχέση Παγκρέατος με την ινσουλίνη (Banting & Best)
(1907)
Περιέγραψε τους 2 κύριους τύπους ΣΔ (Saundby)
(1908)
Εφαρμογή του παγκρεατικού εκχυλίσματος «ακωματόλη» σε διαβητικό ασθενή από τον Zuelzer.
(1921)
Πρώτα πειράματα με παγκρεατικά εκχυλίσματα από τον Ρουμάνο επιστήμονα Nicolas Paulesco.
Eνεση παγκρεατικού εκχυλίσματος σε σκυλί χωρίς πάγκρεας «Marjorie».
(1922)
Πρώτη χορήγηση κεκαθαρμένου εκχυλίσματος «ινσουλίνη» σε 14χρονο Διαβητικό ασθενή, τον Leonard Thompson από τους Banting and Best.
Απονομή βραβείου Nobel Ιατρικής στους Banting & Best για την ανακάλυψη της Ινσουλίνης.
Ο Κroch μαζί με τον Hagerdon παράγουν μικρή ποσότητα ινσουλίνης από βόειο πάγκρεας στη Δανία.
(1923)
Εναρξη μαζικής παραγωγής Ινσουλίνης από εκχυλίσματα βοοειδών και χοίρων από την Αμερικανική εταιρεία Εli Lilly.
Οι αδελφοί Pedersen ιδρύουν την εταιρεία Novo και παράγουν ινσουλίνη και την περίφημη ?σύριγγα Νοvo?
(1935)
Παραγωγή πρώτου σκευάσματος ινσουλίνης παρατεταμένης ενέργειας στη Δανία από τον Ηagedorn και την εταιρεία Νordisc
(1936)
Κυκλοφορία στο εμπόριο της πρώτης ινσουλίνης που περιείχε πρωταμίνη (Leo Retard)
(1938)
Κυκλοφορία της πρώτης πρωταμινικής ψευδαργυρούχου ινσουλίνης
(1940)
περιέγραψε την αντίσταση στην Ins (Himsworth)
(1946)
Κυκλοφορία της πρώτης ισοφανικής ινσουλίνης (ΝΡΗ) από την Νordisk
(1953)
Παρασκευή παρατεταμένης διάρκειας ινσουλινών από τον Μοller
(1961)
Η παρασκευή του πρώτου ουδέτερου διαλύματος ινσουλίνης (Αctrapid)
(1964)
Η πρώτη χρήση μιγμάτων ινσουλίνης
(1968)
Προσδιορισμός της δομής του μορίου της Ινσουλίνης
(1970)
Αποδείχθηκε η σχέση του ΣΔ1 με το HLA και τα ΙΑΑ
(1982)
Πρώτη παραγωγή βιοσυνθετικής ανθρώπινης ινσουλίνης με τεχνική ανασυνδυασμένου DNA από την εταιρεία Lilly
(1985)
Η Novo δημιουργεί το πρώτο στυλό ινσουλίνης, το περίφημο NovoPen και εισάγει στην αγορά τις φύσιγγες Penfill
(1989)
H Novo Nordisk παρουσιάζει την πρώτη προγεμισμένη πένα ινσουλίνης, το NovoLet
(1993)
Η Novo Nordisk παρουσιάζει τα νέου τύπου στυλό ινσουλίνης NovoPen 1,5 και λίγο αργότερα το NovoPen 3
(1996)
Πρώτο βιοσυνθετικό ανάλογο ταχείας δράσεως ινσουλίνης «Lispro» από την φαρμακ. εταιρεία Lilly
(1999)
Πρώτο βιοσυνθετικό ανάλογο ταχείας δράσεως ινσουλίνης «Aspart» από την φαρμακ. εταιρεία Novo Nordisc

4. Εποχή της ανακάλυψης των αντιδιαβητικών δισκίων
(1920)
Πρώτη παραγωγή αντιδιαβητικού δισκίου
(1929)
Ανακάλυψη και εφαρμογή των Διγουανιδών
(1946)
Ανακάλυψη και εφαρμογή των Σουλφονυλουριών
(1982)
Ανακάλυψη των Θειαζολιδινεδιονών
(1995)
Κυκλοφορία των Αναστολέων της α-γλυκοσιδάσης
(1997)
Κυκλοφορία των Μεγλιτινιδών

5. Εποχή της ανακάλυψης των Γλυκομετρητών
(1965)
Ανακάλυψη της πρώτης απλής μεθόδου μέτρησης γλυκόζης αίματος από τα τριχοειδή (Dextrostix)
(1970)
H πρώτη συσκευή μέτρησης γλυκόζης αίματος με τη μέθοδο της ανάκλασης που λειτουργεί με επαναφορτιζόμενη μπαταρία. (ΑRM)
(1972)
Η παραγωγή μιας άλλης συσκευής μέτρησης γλυκόζης αίματος με τη μέθοδο της ανάκλασης που λειτουργεί με ρεύμα. (Eyetone)

6. Εποχή της Πραγματοποίησης των μεγάλων προσδοκιών
Της χορήγησης ινσουλίνης από τη μύτη με σπρέυ ή το στόμα
Των μεταμοσχεύσεων νησιδίων του παγκρέατος
Των αντλιών ινσουλίνης κλειστού κυκλώματος με βιοαισθητήρα γλυκόζης και τέλος
Της οριστικής λύσης αυτού του γλυκού μυστηρίου.


Η Εποχή της κλινικής αναγνώρισης
Η Πρώτη περιγραφή του Διαβήτη (1550πΧ) είναι κατεγραμμένη σε χειρόγραφο (πάπυρο) της αρχαίας Αιγύπτου που ανακαλύφθηκε το 1962μΧ σε έναν από τους τάφους των Αιγυπτίων ευγενών στο Λούξορ της Αιγύπτου. Το αρχαίο αυτό κείμενο ονομάστηκε «Πάπυρος Ebers» προς τιμή του Γερμανού αρχαιολόγου Georg Ebers και σήμερα βρίσκεται στην βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Λειψίας. Στο εύρημα αυτό, αναφέρεται και περιγράφεται ο Διαβήτης ως «η νόσος με πολυουρία, χωρίς πόνους αλλά με λιποσαρκία».
Η Πρώτη ονομασία του Διαβήτη, δόθηκε από τον Αρεταίο, (120-200μΧ) γιατρό από την Καπαδοκία που είναι η τρίτη μεγάλη ιατρική μορφή της Αρχαιότητας μετά τον Ιπποκράτη και το Γαληνό. Ο Αρεταίος έδωσε την ονομασία Διαβήτης από το ρήμα «διαβαίνω» εξαιτίας του ότι το νερό που έπινε ο άρρωστος διέβαινε αναλοίωτο. Πρίν την ονομασία αυτή, κυριαρχούσε ο όρος «Δίψα ή Δίψακο», από το όνομα φιδιού που όταν σε τσιμπούσε προκαλούσε ακατάσχετη δίψα, και το οποίο φίδι πίστευαν ότι ήταν και το αίτιο της νόσου.
Η Περιγραφή του Διαβήτη από τον Αρεταίο στο βιβλίο «Περί αιτιών και σημείων Οξέων και χρόνιων παθών» ήταν: "Ο Διαβήτης είναι μια εντυπωσιακή αρρώστια και όχι από τις πιο συνηθισμένες στον άνθρωπο. Χαρακτηρίζεται από υγρή και ψυχρή σύντηξη της σάρκας και των άκρων, που αποβάλλονται με τα ούρα. Τα νεφρά και η κύστη αποβάλλουν ασταμάτητα και σε μεγάλα ποσά, ούρα. Η δίψα είναι αχαλιναγώγητη. Η φύση της νόσου είναι χρόνια, αν και ο άρρωστος δεν επιζεί επί πολύ, γιατί όταν η νόσος πλήρως εξελιχθεί, γρήγορα έρχεται ο μαρασμός και ο θάνατος".
Ο Γαληνός (129-199μΧ) το 2ο αιώνα μΧ αιώνα θεωρεί ότι ο διαβήτης προκαλείται από κάποια νεφρική διαταραχή κι έτσι στην ιστορική ανασκόπηση του P.Μ. Allen για το Διαβήτη αναφέρεται ότι η σκέψη αυτή καθυστέρησε την πρόοδο της αιτιολογικής κατανόησης του Διαβήτη, κάπου 1500 χρόνια. Την εποχή του Γαληνού ο Διαβήτης είναι γνωστός και στην άπω Ανατολή σύμφωνα με αναφορές από ιστορικά συγγράμματα. Ο κινέζος γιατρός Tsang-Tsong-King περιγράφει το Διαβήτη ως «η νόσος της δίψας». Σε ινδικά κείμενα από τον Susruta και Charuka (Iνδοί Συγγραφείς) ο Διαβήτης αναφέρεται ως «η νόσος με μελώδη ούρα» και ότι προκαλεί πιο συχνά δοθιήνωση και φυματίωση.
Τον 6ο αιώνα μΧ περιγράφεται και η γνωστή τριάδα των συμπτωμάτων που ταυτίζονται με την ύπαρξη του Διαβήτη (πολυφαγία, πολυουρία, πολυδιψία) Τον ίδιο αιώνα αναγνωρίζεται και ο κληρονομικός χαρακτήρας της νόσου.
Στον ΄Αραβα γιατρό Αuicenna (980-1037 μ.Χ) αποδίδεται η πρώτη περιγραφή της διαβητικής γάγγραινας, της υπόθεσης της νευρικής φύσης του Διαβήτη και η πρώτη θεωρία για το ρόλο του ήπατος στην εξέλιξη της νόσου.

Η Εποχή της βιοχημικής αναγνώρισης
Μετά από 5 αιώνες αδράνειας διαπιστώνεται από τον Παράκελσο (1493-1541 μ.Χ.) ότι μετά την εξάτμιση των ούρων διαβητικών απομένει ένα υπόλειμμα το οποίο θεωρεί ότι είναι «άλας». Το λάθος αυτό καθυστερεί άλλα 150 χρόνια στο να διαπιστωθεί ότι τα ούρα είναι γλυκά (σαν να είναι ποτισμένα με μέλι ή ζάχαρη) πράγμα το οποίο διαπιστώνει ο ΄Αγγλος γιατρός Thomas Willis (1621-1675) ο οποίος δίνει και το πρόθεμα «Σακχαρώδης» στο Διαβήτη και περιλαμβάνει την "εξέταση-γεύση" των ούρων ως μέρος του ποιοτικού προσδιορισμού τους.
Η ταυτοποίηση της γλυκιάς ουσίας των ούρων με το σάκχαρο γίνεται μετά από 100 χρόνια από τον ΄Αγγλο Matthew Dobson (1775), κι εκείνος που τελικά αποδεικνύει ότι αυτό είναι Γλυκόζη, είναι ο Μ. Chelreul (1815). Η πρώτη περιγραφή διάγνωσης του Σακχαρώδη Διαβήτη με βάση τη διαπίστωση σακχαρουρίας γίνεται από τον άγγλο γιατρό Τhomas Cawley το 1783, o oποίος 5 χρόνια αργότερα διαπιστώνει από μια νεκροτομή ενός διαβητικού ότι το πάγκρεας των διαβητικών είναι διαφορετικό από των φυσιολογικών ατόμων. Ο Cawley, ανακοινώνει την παρατήρησή του, αλλά δεν τη συσχετίζει με το διαβήτη, γιατί έχει ήδη πεισθεί ότι ο διαβήτης είναι νόσος των νεφρών. Έτσι χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία να δειχθεί ενωρίς ο ρόλος του παγκρέατος στην εκδήλωση του διαβήτη.
Στην "Εποχή της Βιοχημικής Αναγνώρισης του Σακχαρώδη Διαβήτη" θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η μεγάλη μορφή του Claude Bernard (1813-1878) που πίστευε στο πείραμα ως μέσο για τη διερεύνηση της νόσου. Πρώτος ο Claude Bernard δεικνύει την πιθανότητα της "νευρικής γλυκοζουρίας" προκαλώντας υπεργλυκαιμία μετά από ερεθισμό με βελόνα του εδάφους της 4ης κοιλίας του εγκεφάλου. Επίσης, ο Βernard καθόρισε το επίπεδο απέκκρισης της γλυκόζης από τα νεφρά ("νεφρικός ουδός" απέκκρισης της γλυκόζης) δεικνύοντας έτσι, ότι η γλυκόζη απεκκρίνεται στα ούρα, είτε όταν η συγκέντρωσή της στο αίμα είναι σε ψηλά επίπεδα, είτε όταν ο "νεφρικός ουδός" απέκκρισης της γλυκόζης είναι πολύ χαμηλός ("νεφρική γλυκοζουρία").

Η Εποχή της ανακάλυψης της ινσουλίνης ή «Ηρωική εποχή»
Την άποψη για την αιτιολογική σχέση του παγκρέατος με το διαβήτη είχαν εκφράσει δύο Γάλλοι γιατροί, ο Etienne Lancereaux γύρω στο 1860 και την ίδια περίπου εποχή ο Appolinaire Bouchardat (1806-1886), ένας από τους πιο φωτισμένους κλινικούς που αναφέρονται στην ιστορία του διαβήτη.
Από τα τέλη του 18ου αιώνα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται κάποιες ενδείξεις ότι ενδεχομένως το πάγκρεας να έχει κάποια σχέση με το διαβήτη. Μέχρι τότε, κατά καιρούς, είχαν προταθεί διάφορες θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες ο διαβήτης ήταν νόσος του αίματος, νόσος του στομάχου, νόσος των πνευμόνων, πάθηση του ήπατος ή ακόμη και του νευρικού συστήματος. Τα νεκροτομικά όμως ευρήματα δεν ενίσχυαν την άποψη της ενοχής του παγκρέατος για την εκδήλωση της νόσου, γιατί στο πάγκρεας των διαβητικών διαπιστώνονταν συνήθως ελάχιστες ή και καθόλου παθολογικές αλλοιώσεις ενδεικτικές κάποιας νοσηρής κατάστασης.
Tο 1870, ο διάσημος Γάλλος φυσιολόγος Claude Bernard, με τα γνωστά πειράματά του της περίδεσης του παγκρεατικού πόρου και γενικά της παρεμπόδισης της παγκρεατικής έκκρισης στο λεπτό έντερο, θεώρησε ότι το πάγκρεας δεν είχε καμιά σχέση με το διαβήτη, μια και τα σκυλιά παρέμεναν υγιά χωρίς να εμφανίσουν διαβήτη. Ο ίδιος ο Bernard εξέφρασε την άποψη ότι το αιτιολογικό υπόστρωμα του διαβήτη θα έπρεπε να αναζητηθεί στο ήπαρ. Τα πειράματα του Bernard, ο οποίος ήταν αυθεντία στο πειραματικό πεδίο, έπεισαν πολλούς από τους ερευνητές της εποχής εκείνης και έτσι για 20 ακόμη χρόνια απομακρύνθηκαν από το όργανο που έκρυβε τη λύση του αινίγματος.
Είναι αληθινά παράξενο το γεγονός ότι, ένα μόνο χρόνο πριν από τα πειράματα του Claude Bernard, ένας νεαρός φοιτητής της ιατρικής στο Βερολίνο, ανακάλυψε κάποιους "σωρούς κυττάρων" στο πάγκρεας ενός κουνελιού. Ο νεαρός αυτός επιστήμονας δεν έκαμε καμιά υπόθεση για την πιθανή λειτουργία αυτών των κυττάρων, δημοσίευσε όμως τα ευρήματά του σε ένα σύντομο άρθρο, που σύντομα ξεχάστηκε. Το όνομα του νεαρού φοιτητή της ιατρικής ήταν Paul Langerhans (1847-1888) και αυτοί οι "σωροί" των κυττάρων ονομάζονται σήμερα "νησίδια του Langerhans". Το ανέπαφο των κυττάρων θα εξηγούσε - φυσικά με την πολύ αργότερα αποκτηθείσα γνώση της εσωτερικής έκκρισης του παγκρέατος - το γιατί τα σκυλιά του Claude Bernard δεν γινόντουσαν διαβητικά με την κατάργηση της εξωκρινούς μοίρας του αδένα.
Το έτος 1889 στέκεται χρονικά ως ένας από τους πιο μεγάλους σταθμούς στην ιστορία του Διαβήτη. Δύο γιατροί στο Στραμβούργο της Γερμανίας ο Oskar Minkowski (1858-1931) και ο Joseph von Mering (1849-1908) απέδειξαν τη σχέση παγκρέατος ? Διαβήτη αφαιρώντας το πάγκρεας από ένα σκύλο κι έτσι παρατήρησαν την τυπική εικόνα του Διαβήτη όπως παρουσιάζεται στον Ανθρωπο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ένα Σάββατο πρωί ο Von Mering πηγαίνει στον Μincowski και του λέει:
Von Mering: ?Χρειάζομαι ένα πειραματόζωο, όπως ο σκύλος, που να είναι αρκετά μεγάλος, να του κάμω παγκρεατεκτομή και να μπορεί να επιβιώσει, όμως αυτό φαίνεται ότι δεν μπορεί να γίνει. Πολλοί το έχουν προσπαθήσει και ο Claude Bernard το θεωρεί αδύνατο".
Minkowski: "Ας προσπαθήσουμε. Έχω ένα ζευγάρι σκυλιά και θα τους αφαιρέσουμε το πάγκρεας σήμερα το απόγευμα".
Όντως, έκαμαν την παγκρεατεκτομή και ύστερα από λίγες μέρες ο Minkowski παρατήρησε ότι τα σκυλιά παρουσίαζαν μεγάλου βαθμού πολυουρία, σε σημείο που ο φροντιστής των ζώων να του πει: "Για όνομα του Θεού, ας ξεφορτωθούμε αυτά τα δυο σκυλιά, έχουν πλημμυρίσει τα πάντα με τα ούρα τους". Ο Minkowski μάζεψε λίγα ούρα από το έδαφος και η χημική εξέταση έδειξε ότι περιείχαν ζάχαρο. Τα σκυλιά ήταν διαβητικά!
Ίσως ο πιο σημαντικός ερευνητής που επέμενε στη θεραπεία του διαβήτη με εκχυλίσματα του παγκρέατος ήταν ο Georg Ludwig Zuelzer, ένας νεαρός γιατρός εσωτερικής παθολογίας του Βερολίνου. Με τα εκχυλίσματα του παγκρέατος, ο Zuelzer, το 1906 κατάφερε να βγάλει από το κώμα ένα διαβητικό. Ο Zuelzer, ονόμασε το παγκρεατικό εκχύλισμα "ακωματόλη" ("acomatol").
Έχει υπολογιστεί ότι, περίπου 400 ερευνητές εργάστηκαν στα επόμενα 30 χρόνια προς αυτή την κατεύθυνση. Μερικοί κατάφεραν να φτάσουν πολύ κοντά στο σττόχο. Πιο κοντά από όλους έφθασε ο Ν. Paulesco καθηγητής Φυσιολογίας στη σχολή του Βουκουρεστίου, ο οποίος άρχισε τα πειράματα το 1916 με εκχυλίσματα παγκρέατος. Δημοσίευσε τις παρατηρήσεις του σε γαλλόφωνα περιοδικά το 1921, όπου ανέφερε ότι το εκχύλισμα παγκρέατος θα αποτελέσει μέθοδο θεραπείας του σακχαρώδη διαβήτη. Ωστόσο η μοίρα δεν επεφύλασσε στον άριστο αυτό επιστήμονα να είναι αυτός που θα ανκαλύψει την ινσουλίνη. Ο πρόσφατος, τότε, πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, η καταγωγή του Paulesco (βαλκάνιος), καθώς και η γαλλική γλώσσα των δημοσιευμάτων του, έριξαν στην αφάνεια τις αναφορές του, παρ όλο που είχε φθάσει πολύ κοντά.
Τελικά ο θρίαμβος ήλθε τις πρώτες μέρες του 1921, όταν οι Καναδοί Frederick Banting και Charles Best, ύστερα από μια πυρετώδη πειραματική εργασία περίπου 9 μηνών και με την υποστήριξη του J.J.R. Macleod και τη βοήθεια του J.B. Collip, κατάφεραν να ανακαλύψουν την ουσία που η έλλειψή της προκαλούσε Διαβήτη, δηλαδή την «Ινσουλίνη». Από εκείνη τη μέρα αρχίζει ?η Εποχή της ινσουλίνης?.
Ο Frederick Grant Banting (1891-1941) σπούδασε στο Δυτικό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, στο Οντάριο, απ' όπου και πήρε τον τίτλο Μ.Β. (Medicine Baccalaureus). Μετά την ανακάλυψη της ινσουλίνης, ο Banting πήρε τον τίτλο ΜD από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο το 1922. Ο Banting, βοηθός τότε στο Εργαστήριο Φυσιολογίας (Διευθυντής ο Καθηγητής J.J.R. Macleod) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου στο Τορόντο, είχε δείξει ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον στο θέμα της σχέσης της παγκρεατικής έκκρισης και της πέψης του ζαχάρου. Την Κυριακή, 30 Οκτωβρίου 1920, ο Banting ετοίμαζε μια ομιλία του για τους φοιτητές της Φυσιολογίας πάνω στο θέμα του μεταβολισμού των υδατανθράκων. Μόλις είχε φθάσει το τεύχος του περιοδικού Surgery, Gynecology and Obstetrics. Το κύριο άρθρο του περιοδικού γραμμένο από τον Moses Barron με τίτλο: "The Relation of the Islets of Langerhans to Diabetes with special Reference to cases of Pancreatic Lithiasis", του κίνησε το ενδιαφέρον. Επρόκειτο για μια σπάνια περίπτωση λιθίασης του παγκρεατικού πόρου, όπου, όπως βρέθηκε στην αυτοψία, υπήρχε πλήρης ατροφία του παγκρέατος με ανέπαφα όμως τα νησίδια του Langerhans. Για την αντίδρασή του στο άρθρο αυτό του Βarron, στην αναφορά του το 1940, με τίτλο: "Η Ιστορία της Ινσουλίνης" γράφει ο Βanting: "Ήταν μια από κείνες τις νύχτες που ήμουν ανήσυχος και δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Σκεφτόμουν τη διάλεξη, το άρθρο που είχα διαβάσει, τα βάσανα και τις σκοτούρες μου. Τελικά κατά τις 2 μετά τα μεσάνυχτα, μου ήλθε η ιδέα της πειραματικής περίδεσης του παγκρεατικού πόρου, της εκφύλισης του μεγαλύτερου μέρους του παγκρέατος και της δυνατότητας λήψης της εσωτερικής έκκρισης, ελεύθερης από την εξωτερική έκκριση. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου, έγραψα την ιδέα μου και παράμεινα άγρυπνος όλη σχεδόν την υπόλοιπη νύχτα με τη σκέψη μου σ' αυτή".
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Banting είχε τη συνήθεια να μελετάει και να γράφει πολύ αργά στις νυκτερινές ώρες και σε ένα ποίημά του - φαίνεται ότι έγραφε και ποίηση - εξηγούσε το γιατί:
Ευχαριστώ τον Κύριο για τα μεσάνυχταΓια τη βαθιά γαλήνη που μας φέρνειΧάρη κανείς δεν σου ζητείΚανείς τηλέφωνο δεν παίρνει.(F. Banting, μετάφραση από τα αγγλικά)
Για την πραγματοποίηση αυτής της ιδέας του ο Banting πλησίασε τον Καθηγητή της Φυσιολογίας του Πανεπιστημίου του Τορόντο J.J.R. Macleod, ο οποίος ήταν διεθνώς γνωστός για τις γνώσεις του στο μεταβολισμό των υδατανθράκων και συζήτησε μαζί του τη δυνατότητα της πειραματικής εφαρμογής της. Ο Macleod αρχικά τον αποθάρρυνε και του επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι πολλοί ειδικοί στο θέμα αυτό προσπάθησαν να απομονώσουν τα νησίδια, αλλά απέτυχαν.
Τελικά όμως, ο Καθηγητής Macleod πείσθηκε να δώσει την ευκαιρία στον ενθουσιώδη Banting, και έτσι, του διέθεσε 10 σκυλιά για τα πειράματά του καθώς επίσης και ένα βοηθό, το φοιτητή Charles.H. Best (1899-1978). O Best, πτυχιούχος της φυσιολογίας και πολύ καλός γνώστης της χημείας του διαβήτη, υπήρξε σημαντικός συνεργάτης στη χημική απομόνωση του παγκρεατικού εκχυλίσματος από τα νησίδια, το οποίο ο Banting ονόμασε: "Isletin". Μετά την παραχώρηση του εργαστηρίου του, ο Καθηγητής Macleod έφυγε για τις θερινές διακοπές του στη Σκωτία.
Οι Banting και Βest το καλοκαίρι εκείνο του 1921 αντιμετώπισαν αρκετά προβλήματα, τελικά όμως κατάφεραν να επιτύχουν το στόχο τους.
Οι παρακάτω γραμμές περιγράφουν παραστατικά τις αγωνιώδεις λεπτομέρειες από το πείραμά των δύο επιστημόνων:
"... Τη νύχτα της 30 Ιουλίου 1921, στο Τορόντο νιώθεις την υγρή ζέστη να σου παίρνει την αναπνοή. Στο Εργαστήριο της Φυσιολογίας του Καθηγητή Macleod, η ατμόσφαιρα είναι ακόμη πιο πνιγηρή. Πλησιάζουν μεσάνυχτα και οι δυο νεαροί ερευνητές, ο Banting και ο Best προσπαθούν με κόπο να υπερνικήσουν την υπνηλία τους και κείνο το δυσάρεστο αίσθημα που προκαλεί ο καύσωνας του μεσοκαλόκαιρου. Ελέγχουν το ρολόι τους το ρυθμικό, το μονότονο μέτρημα του χρόνου. Η ανυπομονησία τους αρχίζει να κορυφώνεται. 12:15 μετά τα μεσάνυχτα ξεσηκώνουν την "άρρωστή τους", ένα διαβητικό σκυλί. Είναι η μετέπειτα διάσημη, Marjorie. Παίρνουν αίμα και ούρα και με σχεδόν τρεμάμενα χέρια κάνουν μια ακόμη ένεση με 5 κ.εκ. απ' το πολύτιμο παγκρεατικό εκχύλισμα που έχουν σ' ένα μπουκαλάκι που πλέει μέσα σ' ένα μπολ με πάγο. Παρακολουθούν τη Marjorie και με αγωνία συνεχίζουν να ελέγχουν το αίμα και τα ούρα της για ζάχαρο. Η αγωνία κορυφώνεται, η καρδιά χτυπάει έντονα, γρήγορα, ακόμη πιο γρήγορα και ξαφνικά... νιώθουν κάτι που δεν περιγράφεται, μια συγκινητική ανατριχίλα να τους γεμίζει, να τους πλημμυρίζει. Διαπιστώνουν ότι: "ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΖΑΧΑΡΟ ΣΤΑ ΟΥΡΑ ΤΗΣ MARJORIE" και ότι: "ΣΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΤΟ ΖΑΧΑΡΟ ΕΧΕΙ ΠΕΣΕΙ ΣΤΟ ΜΙΣΟ". Για λίγα δευτερόλεπτα, ο Frederick Banting και ο Charles Best μένουν εκστατικοί. Κοιτάζουν ο ένας τον άλλον σχεδόν μην πιστεύοντας σ' αυτά που έβλεπαν. Όταν συνειδητοποιούν τη σημασία των αποτελεσμάτων ξεσπούν σε κραυγές θριάμβου. Και κει, μέσα στο αυστηρό περιβάλλον του Εργαστηρίου, αρχίζουν να χοροπηδούν από τη χαρά τους. Επιτέλους, πέτυχαν το στόχο τους: "Να σταματήσουν την αδυσώπητη πορεία προς το θάνατο εκατομμυρίων διαβητικών"...
Ο ίδιος ο Banting γράφει στην "Ιστορία της Ινσουλίνης" μετά τα πρώτα και σχετικά φτωχά αποτελέσματα από την ένεση των παγκρεατικών εκχυλισμάτων στον Leonard Thompson: "Τα αποτελέσματά μας δεν ήταν τόσο ενθαρρυντικά σαν αυτά που είχε ο Zuelzer το 1908".
Ο Καθηγητής Macleod στην επιστροφή του στο Τορόντο βρέθηκε μπροστά σε δύο ενθουσιασμένους ερευνητές που του ανακοίνωσαν την επιτυχία των πειραμάτων τους και του παρουσίασαν τη διαβητική Marjorie που την κρατούσαν στη ζωή μέχρι το φθινόπωρο του 1921 με τα εκχυλίσματα του παγκρέατος.
Το χειμώνα του 1921-22, οι Banting και Best έκαμαν τις πρώτες ανακοινώσεις τους για "Την Εσωτερική Έκκριση του Παγκρέατος". Ο Macleod πρότεινε την αλλαγή του ονόματος του εκχυλίσματος των νησιδίων του παγκρέατος από "Isletin" σε "Ιnsulin" ("Ινσουλίνη"), όπως την είχε ονομάσει, στη θεωρήτη της ύπαρξη το 1916 ο Sir Edward Sharpey-Schafer.
Η ομάδα των ερευνητών ήταν πλέον έτοιμη να εφαρμόσει τη θεραπευτική αγωγή στον άνθρωπο. Με τη βοήθεια του J.B. Collip, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Αλβέρτας, ο οποίος είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μελέτη των αδενικών εκκρίσεων και κάποια εμπειρία στην παραγωγή εκχυλισμάτων από τους ιστούς αυτούς, οι Banting και Best είχαν στη διάθεσή τους εκχυλίσματα μεγαλύτερης καθαρότητας.
Η πρώτη δοκιμή της ινσουλίνης, όπως ανάφερα στα προηγούμενα, έγινε στον Leonard Thompson, ένα δεκατετράχρονο διαβητικό παιδί. Όταν μπήκε στο νοσοκομείο ο Leonard ζύγιζε 29 κιλά και χανόταν μέρα με τη μέρα. Η πρώτη ένεση ινσουλίνης έγινε στις 11 Γενάρη του 1922. Τα αποτελέσματα ήταν φτωχά, αν όχι αρνητικά (πτώση του σακχάρου στο αίμα μόνο κατά 25%). Πάντως, δεν ήταν τα αναμενόμενα και καθόλου εντυπωσιακά.
Σε μια νέα όμως θεραπευτική δοκιμή, που έγινε μετά 12 μέρες, στις 23 Γενάρη, με νέα εκχυλίσματα που παρασκευάστηκαν από τον Collip, η ανταπόκριση ήταν πραγματικά θεαματική. Η γλυκοζουρία, η κετονουρία εξαφανίστηκαν. Το ζάχαρο του αίματος από 520 mg% έπεσε στα 120 mg%. Και το σημαντικότερο: Το παιδί ανέκτησε τις δυνάμεις του, κυριολεκτικά αναστήθηκε!
Ο Καθηγητής Macleod, έθεσε όλο το εργαστήριό του στη διάθεση της ερευνητικής ομάδας για την παραγωγή της ινσουλίνης. Η αμερικανική εταιρεία Eli Lilly ανέλαβε την εμπορική παραγωγή της ινσουλίνης. Μέσα σ' ένα χρόνο, η ινσουλίνη ήταν διαθέσιμη σε απεριόριστες ποσότητες και ήταν το "ελιξήριο της ζωής" για χιλιάδες διαβητικούς.
Στα τέλη του 1923, οι Banting και Macleod τιμήθηκαν με το βραβείο Nobel για την ανακάλυψη της ινσουλίνης. Οι τιμηθέντες μοιράστηκαν το βραβείο με τους συνεργάτες τους, τον Best και τον Collip.
Στα τελευταία χρόνια της 10ετίας του 1960 και στα πρώτα της 10ετίας του 1970 ένας Σκώτος ιστορικός της Ιατρικής, ο Ian Murray, δημοσίευσε αρκετά άρθρα για την ανακάλυψη της ινσουλίνης. Ο Murray, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ένα Ρουμάνο επιστήμονα, τον Νicolas Paulesco, ο οποίος το 1921, ακριβώς όταν οι Banting και Best άρχισαν το ερευνητικό τους έργο, δημοσίευσε ενδιαφέρουσες εργασίες στις οποίες περιέγραφε τα δικά του επιτυχή πειράματα με παγκρεατικά εκχυλίσματα. Ατυχώς για τον Paulesco, οι Banting και Best προχώρησαν τόσο γρήγορα στις δοκιμές τους και την παραγωγή της ινσουλίνης, ώστε εκείνος να μην μπορέσει ποτέ να προβεί σε σοβαρές κλινικές μελέτες για τη δράση της "Παγκρεΐνης" ("Pancreine"), όπως ονόμαζε τα παγκρεατικά εκχυλίσματα που ο ίδιος παρασκεύαζε.
Ο Zuelzer, στα πρώτα χρόνια της πρώτης 10ετίας του 1990 είχε ενδιαφερθεί για τη θεωρία ότι ο διαβήτης ήταν αποτέλεσμα δράσεως της αδρεναλίνης και ότι ο ρόλος του παγκρέατος ήταν απλά η εξουδετέρωση της αδρεναλίνης στον οργανισμό.

Η EΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ ΙΝΣΟΥΛΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΘΟΔΩΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ
Μετά την ανακάλυψη της ινσουλίνης, η εξέλιξή της προχώρησε με σχετικά γρήγορα βήματα.
Τον Αυγουστο του 1922 ένα ζευγάρι Δανών, ο August και η Marie Krogh φτάνουν στην Αμερική, προσκεκλημένοι του Yale University. Ο August Krogh είναι καθηγητής φυσιολογίας και κάτοχος του Nobel φυσιολογίας το 1920. Η Marie Krogh, γιατρός και η ίδια, ασχολείται με την έρευνα των μεταβολικών νοσημάτων. Η Marie Krogh πάσχει από διαβήτη και πείθει τον σύζυγό της να επισκεφθούν το πανεπιστήμιο του Toronto, όπου όπως είχε μαθευτεί, οι Banting και Best είχαν ανακαλύψει μια ορμόνη, την ινσουλίνη, που χρησιμοποιούνταν με επιτυχία στη θεραπεία των ατόμων με διαβήτη.
Στην ουσία η άφιξη του Κroch στην Αμερική σηματοδοτεί την ίδρυση της Nordisc Insulinlaboratorium. To Νοέμβριο του 1922 ο August Krogh αποκτά το δικαίωμα να παράγει την ινσουλίνη στην πατρίδα του τη Δανία. Το Δεκέμβριο του 1922 ο Krogh μαζί με τον H.C. Hagedorn παρασκευάζουν μικρή ποσότητα ινσουλίνης από βόειο πάγκρεας και το Μάρτιο του 1923 θεραπεύονται οι πρώτοι ασθενείς στη Δανία.
Το Φθινόπωρο του 1923 οι Αδελφοί Harald Pedersen (1878-1966) and Thorvald Pedersen (1887-1961) εργαζόμενοι στην εταιρεία Nordisc, έρχονται σε σύγκρουση με τον Hagedorn και αποχωρούν την Ανοιξη του 1924 λόγω διαφωνιών. Το 1925 ιδρύουν την δική τους ανεξάρτητη εταιρεία, την Novo Therapeutic Laboratorium. Eτσι καταφέρνουν και παρασκευάζουν δική τους ινσουλίνη και την περίφημη ?σύριγγα Νovo.?
Το 1935, ο H.C. Hagedorn (1888-1971), στο Νοσοκομείο Steno Memorial της Δανίας, διαπιστώνει ότι η δράση της ινσουλίνης μπορεί να παραταθεί με την προσθήκη μιας πρωτείνης που λέγεται πρωταμίνη και προέρχεται από το σπέρμα της πέστροφας. H πρώτη ινσουλίνη που περιείχε πρωταμίνη κυκλοφόρησε στο εμπόριο το 1936 με το όνομα Leo Retard και θεωρήθηκε τόσο επαναστατική ώστε το 1937 ο «Πατριάρχης» της Διαβητολογίας E. Joslin (1870-1963) να γράψει από την Αμερική: «Η πρωταμίνη είναι η σπουδαιότερη εξέλιξη στη θεραπεία του διαβήτη μετά την ανακάλυψη της ινσουλίνης το 1921». Το νέο προιόν είχε το μειονέκτημα ότι έπρεπε να προστίθεται σε αυτό ένα υγρό εξουδετέρωσης πριν τη χρήση.
Λίγο αργότερα, δυο Καναδοί ερευνητές, ο D A Scott και ο A M Fisher, ανακαλύπτουν ότι η προσθήκη ψευδαργύρου και πρωταμίνης δημιουργεί ένα σταθερό σκεύασμα ινσουλίνης που απλά χρειάζεται ανατάραξη πριν την ένεση. Έτσι προέκυψε η Πρωταμινική Ψευδαργυρούχος Ινσουλίνη (Protamine Zinc Insulin-PZI). Το προιόν αυτό βγήκε στην αγορά από τη Novo το 1938 και προκαλεί την δικαστική δίωξη από την NordisK και τον Hagendorn που υποστηρίζουν ότι η Novo παρασκεύασε την ZPI με μέθοδο παντεταρισμένη από τη NordisK. Τελικά η Nordisk κερδίζει τη δικαστική διαμάχη και συμμετέχει στα κέρδη της Novo που προέρχονται από τις πωλήσεις της ZPI.
Το 1946, ο Hagedorn, σε συνεργασία με την Εταιρεία Nordisk και τους ερευνητές C. Krayenbuehl και T. Rosenberg παρασκεύασαν κρυσταλλική πρωταμινική ινσουλίνη με παρατεταμένη δράση η οποία ήταν δυνατόν να αναμιχθεί με ταχείας δράση ινσουλίνη. Η Ισοφανική Ινσουλίνη πήρε το όνομα NPH συντομογραφία του όρου Neutral Protamine Hangedorn.
Το 1953, ο K. Hallas Moller, σε συνεργασία με την Εταιρεία Novo της Δανίας, παρασκεύασαν τα εναιωρήματα της ψευδαργυρούχου ινσουλίνης με τα οποία κατορθώθηκε η δημιουργία σκευασμάτων με διάφορη διάρκεια δράσης (ινσουλίνες Semilente, Ultralente και Lente).
Το 1961 παρασκευάζεται το πρώτο ουδέτερο διάλυμα ινσουλίνης, η ινσουλίνη Actrapid.
Το 1968, κατορθώθηκε ο προσδιορισμός της δομής του μορίου της ινσουλίνης και καθορίστηκε η σειρά των αμινοξέων της. Έτσι, διαπιστώθηκε ότι η βόεια ινσουλίνη διέφερε από την ανθρώπινη σε τρία αμινοξέα (Α8, Α10 και Β10), ενώ η διαφορά της χοίρειας ινσουλίνης από την ινσουλίνη του ανθρώπου ήταν στο τελευταίο αμινοξύ της Β αλυσίδας (B30, αλανίνη αντί θρεονίνη).
Στη 10ετία του 1970, παρουσιάστηκαν τα πρώτα μείγματα ενδιάμεσης (ισοφανικής) και ταχείας δράσης ινσουλίνης και σήμερα, υπάρχει ένα μεγάλο φάσμα αυτών των μειγμάτων για την εξατομικευμένη θεραπεία των διαβητικών.
Μέχρι το 1970 υπήρχαν ακόμη προσμείξεις στην ινσουλίνη, της τάξεως των 10.000 μερών ανά εκατομμύριο. Στη 10ετία του 1970, τα σκευάσματα υψηλής καθαρότητας (μονοσύστατες ινσουλίνες) αντικατέστησαν σιγά-σιγά τις παραδοσιακές ινσουλίνες. Οι προσμείξεις στις ινσουλίνες υψηλής καθαρότητας είναι μόνο 1 μέρος ανά εκατομμύριο.
Από τα μέσα της 10ετίας του 1970, άρχισε η έρευνα για την παραγωγή ινσουλίνης ανθρώπινου τύπου με τη βοήθεια της γενετικής μηχανικής. Η ινσουλίνη αυτή δοκιμάστηκε το 1980 σε εθελοντές και το 1982 κυκλοφόρησε, η πρώτη βιοσυνθετική ανθρώπινη ινσουλίνη, που παρασκευάστηκε με ανασύνθεση του DNA του κυκλοβακτηριδίου, η Humulin της Εταιρείας Eli Lilly.
Το 1982, η Εταιρεία NovoNordisc, παρασκεύασε (μετά από αντικατάσταση ενός αμινοξέος της μονοσύστατης χοίρειας ινσουλίνης) και κυκλοφόρησε την πρώτη ημισυνθετική ινσουλίνη ανθρώπινου τύπου (χρονικά η πρώτη ινσουλίνη ανθρώπινου τύπου εμπορικά διαθέσιμη).
To 1985 η Novo δημιουργεί το πρώτο στυλό ινσουλίνης, το περίφημο NovoPen και εισάγει στην αγορά τις φύσιγγες Penfill
Το 1987, η ίδια Εταιρεία, άρχισε την παραγωγή βιοσυνθετικής ινσουλίνης με μεθοδολογία γενετικής μηχανικής, με ανασύνθεση του DNA, της κοινής ζύμης των αρτοποιών.
Τον Ιανουάριο του 1989 ανακοινώνεται η συγχώνευση της Novo και της Nordisk σε μια εταιρεία με την επωνυμία Novo Nordisk A/S. Σχηματίστηκε έτσι ο μεγαλύτερος προμηθευτής ινσουλίνης στον κόσμο. Λίγο αργότερα, το 1992, τα δύο νοσοκομεία Steno και Hvidore συγχωνεύονται σε ένα με την επωνυμία Steno Diabetes Center . Την ίδια χρονιά η Novo Nordisk παρουσιάζει την πρώτη προγεμισμένη πένα ινσουλίνης, το NovoLet ενώ το 1993 παρουσιάζει τα νέου τύπου στυλό ινσουλίνης NovoPen 1,5 και λίγο αργότερα το NovoPen 3. Αλλά, η εξέλιξη της ινσουλίνης δεν σταματά εδώ. Πιο δραστικές και πιο ευέλικτες στη χρήση είναι σήμερα νέες μορφές ινσουλίνης τα λεγόμενα ανάλογα ινσουλίνης.
Πρώτη τέθηκε στην κυκλοφορία από την εταιρεία Εli Lilly το 1996 η ινσουλίνη ταχείας δράσης lispro (Lys(B28), Pro(B29) και δεύτερη η ινσουλίνη Aspart ( ) από την εταιρεία ΝovoNordisc το 1999.
To 2000 ένα νέο ανάλογο ινσουλίνης παρατεταμένης δράσης κυκλοφόρησε από την εταιρεία Aventis, η ινσουλίνη Glargine.

Η Εποχή της ανακάλυψης των αντιδιαβητικών δισκίων
Η εποχή αυτή ανήκει αποκλειστικά στα άτομα με Διαβήτη τύπου 2.
Το πρώτο δισκίο που χρησιμοποιήθηκε για την αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη παρασκευάστηκε στη Γερμανία το 1920 και πήρε το όνομα Synthalin. Η χρησιμοποίηση του φαρμάκου αυτού όμως σταμάτησε πολύ γρήγορα, λόγω τοξικότητας.
Το επόμενο βήμα έγινε το 1940 από τον French, ενώ το 1942 ο Janbon, ένας κλινικός Γάλλος γιατρός διαπίστωσε ότι ένα παράγωγο της σουλφοναμίδης (2254RP ή ισοπροπυλθειαδιαζόλη) το οποίο χρησιμοποιούνταν για την αντιμετώπιση του τυφοειδούς πυρετού προκαλούσε σε όσους υποσιτιζόταν, μέιωση των επιπέδων του σακχάρου του αίματος.
Ταυτόχρονα ο Loubatiers μελετούσε τις φαρμακολογικές ιδιότητες των παραγώγων των σουλφοναμιδών κι αυτός ήταν που έδωσε και τον όρο «σουλφονυλουρία» το 1946 στα νέα αυτά παράγωγα που προκαλούσαν υπογλυκαιμική δράση μέσω διέγερσης των β-κυττάρων του παγκρέατος. Αλλαγές στο αρχικό μόριο της ισοπροπυλθειαδιαζόλης (διάσπαση του ετεροκυκλικού δακτυλίου και αντικατάσταση της αμινομάδας του βενζοικού δακτυλίου) είχαν σαν αποτέλεσμα την μείωση της τοξικότητας και την ενίσχυση της υπογλυκαιμικής δράσης. Το 1954 οι Franke και Fucks παρατήρησαν ό,τι μια άλλη σουλφονυλουρία (ΒΖ55 ή καρβουταμίδη) προκαλούσε σημαντική υπογλυκαιμική δράση σε μη διαβητικούς ασθενείς και διατέθηκε στην αγορά το 1955, αλλά αποσύρθηκε γρήγορα λόγω ηπατοτοξικότητας. Το 1956 διατέθηκε η τολβουταμίδη και η τολαζαμίδη και το 1958 η χλωροπροπαμίδη, και η ακετοεξαμίδη. Οι ουσίες αυτές (1ης γεννιάς σουλφονυλουρίες) αποτέλεσαν τα πρώτα σωτήρια φάρμακα για την αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2.
Στα τέλη της δεκαετίας ΄60, η προσθήκη μιας κυκλοεξυλικής ομάδας στην πλάγια αλειφατική άλυσο του βενζοικού δακτυλίου και πολύ αργότερα ενός άλλου δακτυλίου στο άλλο άκρο του μορίου, έδωσε δραστικότερες χημικές ιδιότητες στις 2ης γεννιάς σουλφονυλουρίες: γλιβενκλαμίδη (DAONIL), γλικλαζίδη (DIAMICRON), γλιπιζίδη και γλυβουρίδη. Το 1996 ένα άλλο μόριο, η γλυμεπιρίδη (SOLOSA), πιο εκλεκτικό και αποτελεσματικό από τα προηγούμενα, κυκλοφόρησε και κατατάχθηκε στις 3ης γεννιάς σουλφονυλουρίες.
Στις αρχές του 19ου αιώνα στην Ευρώπη χρησιμοποιούνταν για την αντιμετώπιση του Διαβήτη το φυτό Γαλούσα ή ήμερο τρυφύλλι (Galega officinalis). To ενεργό συστατικό του φυτού η γουανιδίνη χρησιμοποιήθηκε τότε για την παρασκευή αντιδιαβητικών σκευασμάτων. Το πρώτο παράγωγο που παρασκευάστηκε ήταν η «διγουανίδη» και στη συνέχεια με αλλαγές στο μόριο της διαγουανίδης προήλθαν οι δύο κυριότερες διγουανίδες μετφορμίνη και φενφορμίνη από τον Hesse και Taubmann το 1929 οι οποίοι περιέγραψαν και την υπογλυκαιμική δράση τους. Το 1957 ο Jean Sterne επιβεβαιώνει τις παρατηρήσεις των ερευνητών ενώ παράλληλα κάνει και τα πρώτα πειράματα ασφάλειας της ουσίας. Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 η φενφορμίνη αποσύρεται από την κυκλοφορία σε πολλές χώρες του κόσμου γιατί διαπιστώνεται ότι σχετίζεται με την εμφάνιση γαλακτικής οξέωσης. Στον Jean Sterne οφείλεται και το εμπορικό όνομα της μετφορμίνης (GLUCOPHAGE)=γλυκοφάγος, φάρμακο που επενακυκλοφόρησε στις ΗΠΑ την τελευταία 7ετία και αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή φάρμακα στην αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2.
Το 1982 μια άλλη κατηγορία αντιδιαβητικών δισκίων με τη γενική ονομασία «Θειαζολιδινεδιόνες» ανακαλύφθηκε με κύριο αντιπρόσωπο την Σιγλιταζόνη. Η κύρια δράση των ουσιών αυτών είναι η ευαισθητοποίηση των ιστών στην δράση της ινσουλίνης. Η Σιγλιταζόνη λόγω τοξικότητας δεν δοκιμάστηκε ποτέ στον Ανθρωπο. Ακολούθησε αργότερα η παραγωγή της Τρογλιταζόνης (RESULIN) αλλά απομακρύνθηκε από την κυκλοφορία λόγω ηπατοτοξικότηας, Σήμερα κυκλοφορούν η Ροζιγλιταζόνη (AVANDIA),και η Πιογλιταζόνη (ACTOS).
Το 1995 μια άλλη κατηγορία αντιδιαβητικών μπαίνει στην κυκλοφορία με την γενική ονομασία «Αναστολείς της α-γλυκοσιδάσης» και κύριο εκπρόσωπο την Ακαρβόζη (GLUCOBAY), και τη Μιγλιτόλη με κύρια δράση την καθυστέρηση της απόρροφησης των υδατανθράκων από το έντερο.
Τέλος το 1997 μια ακόμη κατηγορία έρχεται να προστεθεί στην οικογένεια των αντιδιαβητικών δισκίων με τη γενική ονομασία «Μεγλιτινίδες» και με κύριους αντιπροσώπους την Νατεγλινίδη (STARLIX), και τη Ρεπαγλινίδη (NOVONORM). Η κύρια δράση των ουσιών αυτών είναι παρόμοια με τις σουλφονυλουρίες, με τη διαφορά της ταχύτερης αντιδιαβητικής δράσης.

Η Εποχή της ανακάλυψης των Γλυκομετρητών
Η αναγκαιότητα για καλύτερη παρακολούθηση και ρύθμιση του διαβήτη στάθηκε η αφορμή για την ανακάλυψη μεθόδων αυτοελέγχου στο σπίτι, για τα επίπεδα της γλυκόζης αίματος.
Ετσι το 1965 ο Anrie Adams και η εταιρία Ames ανακάλυψε και παρουσίασε ένα προϊόν με το όνομα Dextrostix. Η εταιρία Ames κατασκεύαζε ήδη ταινίες για τον έλεγχο των ούρων και με το Dextrostix επιχειρούσε το πέρασμά της στους μετρητές σακχάρου του αίματος. Το πρώτο της προϊόν, το Dextrostix, αρχικά απευθυνόταν μόνο σε γιατρούς για επαγγελματική χρήση.
Το Dextrostick ήταν ταινίες φτιαγμένες από χαρτί πάνω στις οποίες τοποθετούσες μία σταγόνα αίμα, το άφηνες για ένα λεπτό και στη συνέχεια το ξέπλενες. Η ταινία μετά από αυτή τη διαδικασία έπαιρνε ένα μπλε χρώμα, το οποίο και σύγκρινες με έναν προσχεδιασμένο πίνακα χρωμάτων, κι έτσι είχες μία εκτίμηση για τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα σου. Τα άτομα που έκαναν αυτή τη διαδικασία τακτικά μπορούσαν να διαβάσουν τις ταινίες Dextrostix αρκετά καλά. Οι περισσότεροι όμως άνθρωποι, λόγω της περιορισμένης χρήσης των ταινιών, μπορούσαν να καταλάβουν μόνο τις πολύ υψηλές ή τις πολύ χαμηλές τιμές στο σάκχαρό τους, όχι όμως και τα ενδιάμεσα επίπεδα.
Ακριβώς όμως εξαιτίας της δυσκολίας που παρουσίαζε στη χρήση του, πολλοί ήταν οι επιστήμονες που ήθελαν να κατασκευάσουν κάτι πιο εύκολο και πιο προσιτό στον πολύ κόσμο. Το 1970 ο Tom Clemens ήταν ο επιστήμονας που κατασκεύασε τον πρώτο μετρητή σακχάρου ο οποίος λειτουργούσε με τη μέθοδο της αντανάκλασης. Και σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιούσες τις ταινίες Dextrostix, μόνο που τώρα έριχνες πάνω στο μπλε χρώμα μία δέσμη φωτός και όσο πιο βαθύ ήταν το μπλε χρώμα τόσο πιο μικρή αντανάκλαση υπήρχε. Το φως της αντανάκλασης κατέληγε σε ένα φωτοηλεκτρικό κύτταρο, το οποίο με τη σειρά του ήταν συνδεδεμένο με μία οθόνη πάνω στην οποία έβλεπες το αποτέλεσμα. Ο μετρητής αυτός μπορούσε να διαβάσει ακόμη και τις μικρές αλλαγές στην αντανάκλαση των αποχρώσεων του μπλε χρώματος, γι’ αυτό και ήταν πολύ πιο ακριβής. Η συσκευή αυτή πήρε την ονομασία A.R.M. (από τα αρχικά Ames Reflectance Meter).
Καθώς ήταν η πρώτη συσκευή αυτού του είδους, ο μετρητής A.R.M. αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα και δυσλειτουργίες. Το βασικό πρόβλημα ήταν η περιορισμένη ζωή της μπαταρίας του (θα πρέπει στο σημείο αυτό να θυμίσουμε στους αναγνώστες μας ότι την εποχή εκείνη οι επαναφορτιζόμενες μπαταρίες δεν είχαν εξελιχθεί στο σημείο που ξέρουμε σήμερα). Επιπλέον, ήταν μια πολύ ακριβή συσκευή που αρχικά απευθυνόταν μόνο στους επιστήμονες, και ήταν ιδιαίτερα βαριά και δύσχρηστη.
Το πιο σημαντικό βήμα από άποψη δημοσιότητας ήταν ο μετρητής Eyetone, που κατασκεύασε η Γιαπωνέζικη εταιρία Kyoto Daichi. Η νέα αυτή συσκευή ήταν πιο μικρή, πιο εύκολη στη χρήση και , το κυριότερο, ήταν αρκετά πιο φτηνή. Στην αγορά βγήκε το 1972, λίγο καιρό μετά την ανακάλυψη του A.R.M., και εξαπλώθηκε αρκετά γρήγορα σε αντίθεση με το A.R.M. που χρειάστηκε αρκετά χρόνια για να κατασκευαστεί. Το Eyetone λειτουργούσε με ρεύμα κι όχι με επαναφορτιζόμενη μπαταρία, καθώς αυτό ήταν ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι κατασκευαστές του A.R.M. Κοινό καθεστώς και για τους δύο μετρητές ήταν τα γεγονός ότι για να τα αγοράσει ένα άτομο με διαβήτη χρειαζόταν τη συνταγή γιατρού, ο οποίος θα ήταν και υπεύθυνος για την εκπαίδευση του ατόμου σχετικά με τη χρήση του μετρητή.
Ο πρώτος ασθενής που αγόρασε μετρητή για προσωπική χρήση στο σπίτι του ήταν ο Dick Βernstein, ένας μηχανικός που είδε το μετρητή στο ιατρείο του γιατρού του και ενδιαφέρθηκε να μάθει περισσότερα πράγματα για τη συγκεκριμένη μέθοδο. Από τη στιγμή που άρχισε να ελέγχει μόνος του τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα του έπαψε πια να νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, ένιωθε καλύτερα και γενικά η ποιότητα της ζωής του βελτιώθηκε. Ενθουσιάστηκε μάλιστα τόσο πολύ από την αλλαγή που είδε στη ζωή του, που γράφτηκε ο ίδιος στην Ιατρική Σχολή σε ηλικία 47 ετών, τελείωσε σε τρία χρόνια και εξασκεί σήμερα το επάγγελμα του γιατρού στη Νέα Υόρκη.
Την εποχή εκείνη, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, η εταιρία Ames έχει γίνει γνωστή σε όλο τον κόσμο και σιγά-σιγά η νέα ιδέα του μετρητή αρχίζει να περνά στην άλλη πλευρά του ωκεανού και να εξαπλώνεται και στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Αγγλία. Εκεί, ο πατέρας ενός παιδιού με διαβήτη, μηχανικός στο επάγγελμα, είδε τον μετρητή Eyetone και αποφάσισε να κατασκευάσει ένα μετρητή καλύτερο και πιο ποιοτικό. Αυτός ήταν και ο πρώτος μετρητής της εταιρίας LifeScan.
Παράλληλα, η Γερμανική εταιρία Boehringer Mannheim, ως ανταγωνίστρια εταιρία, κατασκεύασε νέες ταινίες για τη μέτρηση της γλυκόζης του αίματος με το όνομα Chemstrip bG. Στην πραγματικότητα, οι ταινίες αυτές ήταν μία βελτιωμένη έκδοση των ταινιών Dextrostix. Ήταν πολύ πιο ακριβείς και πολύ πιο εύκολες στη χρήση, καθώς δεν χρειαζόταν ξέπλυμα με νερό. Πάλι έβαζες μία σταγόνα αίμα πάνω και περίμενες για ένα λεπτό και στη συνέχεια τη σκούπιζες με λίγο βαμβάκι. Το όνομα bG ήταν ένα κόλπο του μάρκετινγκ της εταιρίας, ώστε οι ανταγωνιστές της να νομίζουν πως το προϊόν αυτό ήταν το πρώτο μόνο από μια ολόκληρη σειρά προϊόντων για τον έλεγχο του αίματος (bG for blood glucose, bC for blood cholesterol, bH for blood hemoglobin, κτλ). Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ίσχυε στην πραγματικότητα.
Σημαντικό ρόλο για την εξάπλωση της χρήσης των μετρητών στο σπίτι έπαιξε το διεθνές συνέδριο για τη διαχείριση του διαβήτη που διοργανώθηκε το 1977 στο Πανεπιστήμιο Rockefeller στη Νέα Υόρκη, όπου η εταιρία Boehringer Mannheim ήταν ο βασικός χορηγός. Θέμα του συνεδρίου ήταν ο διαβήτης μετά από δέκα χρόνια και ο αυτοέλεγχος. Ύστερα από αυτό το συνέδριο, ακολούθησαν σημαντικές αλλαγές και οι συσκευές που μέχρι πρότινος προορίζονταν για επαγγελματική χρήση τώρα γίνονταν ολοένα και πιο δημοφιλείς και για προσωπική χρήση στο σπίτι από τα ίδια τα άτομα με διαβήτη. Όπως είναι φυσικό, αυτό επηρέασε σταδιακά και το σχεδιασμό των μετρητών.
Ο μετρητής τρίτης γενιάς της εταιρίας Ames ονομάστηκε Glucometer και σχεδιάστηκε για προσωπική χρήση. Ήταν μικρός και διακριτικός και απευθυνόταν κυρίως στα άτομα με διαβήτη κι όχι στους γιατρούς τους. Λίγο αργότερα, η εταιρία Boehringer Mannheim κατασκεύασε τον πρώτο μετρητή που ήταν συμβατός με τις ταινίες Chemstrip bG. Ο μετρητής αυτός ήταν ο πρώτος της σειράς Accu-Check. Στο μεταξύ, η εταιρία Ames παρουσίασε το Glucometer II.
Η εταιρία Medisense έκανε τη διαφορά, καθώς ήταν η πρώτη που κατασκεύασε ένα μετρητή που βασιζόταν στην ηλεκτρο-χημική τεχνολογία. Μέχρι τότε, όλοι οι μετρητές διάβαζαν το φως που ήταν αποτέλεσμα αντανάκλασης, όμως ο μετρητής της Medisense λειτουργούσε με βιοαντιδραστήρα και αυτό αντιγράφτηκε σιγά-σιγά και από τις άλλες εταιρίες.
Η εξέλιξη από δω και πέρα είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους μας. Όλες οι εταιρίες πλέον έχουν εμπλακεί σε ένα διαρκή ανταγωνισμό για το ποια θα βγάλει ένα καινούριο προϊόν που θα υποσκελίσει όλα τα προηγούμενα και θα κερδίσει μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς και επιδίδονται σε αυτό τον ανταγωνισμό με ιδιαίτερη έμφαση.
Η φιλοσοφία του σχεδιασμού των συσκευών είναι πλέον τελείως διαφορετική. Δύο πράγματα έχουν ιδιαίτερη σημασία στην φαρμακοβιομηχανία στις μέρες μας: Πρώτον, οι εταιρίες θα πρέπει να είναι προετοιμασμένες για τη μικρή διάρκεια ζωής των προϊόντων τους και τη στιγμή που παρουσιάζουν ένα νέο προϊόν στην αγορά θα πρέπει να προετοιμάζουν το επόμενο. Διαφορετικά, θα μείνουν πίσω και θα τους ξεπεράσει ο ανταγωνισμός. Δεύτερον, χρειάζονται άτομα με ικανότητες στο τμήμα της έρευνας και της παραγωγής και ταυτόχρονα χρειάζονται αυτοματοποίηση της παραγωγής για να μπορέσουν να μειώσουν το κόστος.
Στις μέρες μας, τα ίδια τα άτομα με διαβήτη έχουν το λόγο, καθώς είναι αυτά που επιλέγουν για τον εαυτό τους σύμφωνα με τις ανάγκες τους, και οι προτεινόμενες λύσεις είναι πολλές και ενδιαφέρουσες!

Η Εποχή της Πραγματοποίησης των μεγάλων προσδοκιών
Όπως διαφαίνεται στον ορίζοντα της καλύτερης και ανώδυνης θεραπευτικής αντιμετώπισης του Σακχαρώδη Διαβήτη, νέες μορφές χορήγησης ινσουλίνης αναμένονται, όπως το ρινικό σπρέυ, το επικαλυμμένο δισκίο που θα διαπερνά ανέπαφο το όξινο περιβάλλον του στομάχου και θα απορροφάται στο έντερο, όπως επίσης και η δυνατότητα χορήγησης της ινσουλίνης με δερματικά επιθέματα.
Τεχνικές όπως η χορήγηση ινσουλίνης με κλειστό σύστημα σταδιακής χορήγησης μετά από ανίχνευση του εκάστοτε επιπέδου γλυκόζης, το λεγόμενο «τεχνητό πάγκρεας» αναμένονται να δώσουν μια αισιόδοξη νότα στη χρονιότητα του προβλήματος και να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής.
Ερευνητικές μέθοδοι που σήμερα εφαρμόζονται και στους ανθρώπους, όπως η μεταμόσχευση νησιδιών του παγκρέατος και η ανάλυση του γονιδιώματος με τη βοήθεια σήμερα της υψηλής βιοτεχνολογίας και της γενετικής μηχανικής θα συμβάλουν στα επόμενα χρόνια στην οριστική λύση αυτού του "γλυκού μυστήριου" και στην πρόληψη του διαβήτη.
Μια πνευματική λαμπαδηφορία, από το ένα άκρο της στο άλλο, συμβολίζει την παγκόσμια προσπάθεια στην έρευνα για το διαβήτη ανεξάρτητα από χρώμα, φυλή, γλώσσα, γιατί, όπως εδώ και αρκετά χρόνια είχε πει η Πρόεδρος του Διεθνούς Ιδρύματος για το Νεανικό Διαβήτη, Carol Lurie, «υπάρχει μια λέξη που ενώνει όλους εκείνους που ασχολούνται με το διαβήτη (στην έρευνα ή στην κλινική πράξη), μια λέξη "σύνθημα" και η λέξη αυτή είναι "ΔΙΑΒΗΤΗΣ"».